ηλεκτροκινητήρας

ηλεκτροκινητήρας
ο
μηχανή που παίρνει ρεύμα και το μεταβάλλει σε κίνηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτροκινητήρας — Μηχανή κατάλληλη για τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε μηχανική. Βλ. λ. κινητήρας. * * * ή ηλεκτρικός κινητήρας, ο ηλεκτρική μηχανή που παραλαμβάνει ηλεκτρική ενέργεια και αποδίδει μηχανικό έργο, κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν.… …   Dictionary of Greek

  • βυθοκόρος — Μηχανικό συγκρότημα για την εκτέλεση εκσκαφών μεγάλης έκτασης σε πετρώματα μαλακά ή κατατεμαχισμένα (άμμος, χαλίκια, άργιλος, λάσπη κλπ.). Υπάρχουν διάφοροι τύποι τέτοιων μηχανημάτων, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της θέσης των υλικών και… …   Dictionary of Greek

  • γεώτρηση — Μέθοδος διάτρησης του εδάφους, μερικές φορές σε σημαντικό βάθος, που πραγματοποιείται με τη διάνοιξη οπών σχετικά μικρής διαμέτρου (μέγιστο 60 εκ.). Ο κύριος σκοπός της γ. είναι η έρευνα του υπεδάφους είτε για την εξακρίβωση της γεωλογικής… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • μετατροπέας — Όρος που υποδηλώνει, είτε μια συσκευή που χρησιμοποιείται για να μεταβάλλει τα φυσικά ή χημικά χαρακτηριστικά μιας ουσίας, είτε μια μηχανή προορισμένη να μεταβάλλει τη συχνότητα ενός εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος. Στον πρώτο τύπο ανήκουν οι… …   Dictionary of Greek

  • απόδοσης, βαθμός — Αριθμός αδιάστατος, μικρότερος της μονάδας, που εκφράζει τον λόγο μεταξύ δύο φυσικών μεγεθών που μετριούνται με την ίδια μονάδα μέτρησης. O αριθμητής αντιπροσωπεύει το ωφέλιμο μέγεθος, ενώ o παρονομαστής το διαθέσιμο μέγεθος. Στον τεχνικό… …   Dictionary of Greek

  • τριφασικός — ή, ό 1. που αποτελείται από συνδυασμό τριών εναλλασσόμενων μονοφασικών ηλεκτρικών ρευμάτων. 2. που λειτουργεί με τριφασικό ηλεκτρικό ρεύμα: Τριφασικός ηλεκτροκινητήρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”